- πανόψιος
- πᾰνόψιος, ον, ([etym.] ὄψις)A all-seen, in the sight of all,
πανόψιον ἔγχος ἑλοῦσα Il.21.397
(v.l. ὑπονόσφιον).II all-seeing,ὄμμα Nonn.D.14.169
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανόψιον ἔγχος ἑλοῦσα Il.21.397
(v.l. ὑπονόσφιον).ὄμμα Nonn.D.14.169
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανόψιος — ον 1. ο ορατός από όλους («αὐτὴ δὲ πανόψιον ἔγχος ἑλοῡσα», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που βλέπει τα πάντα («πανόψιον ὄμμα προσώπου», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὄψις (πρβλ. κατ όψιος)] … Dictionary of Greek
πανόψιον — πανόψιος all seen masc/fem acc sg πανόψιος all seen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανόψια — πανόψιος all seen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek